- σμαραγδένιος
- α, ο изумрудный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμαραγδένιος, -ια, -ιο — και σμαράγδινος, η, ο 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από σμαράγδι. 2. αυτός που έχει το χρώμα του σμαραγδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμαραγδένιος — α, ο, Ν 1. φτειαγμένος ή στολισμένος με σμάραγδο 2. αυτός που έχει το χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. ένιος (πρβλ. διαμαντ ένιος)] … Dictionary of Greek